- υπεναντίως
- Αεπίρρ. κατά τρόπο ενάντιο σε κάτι («ὑπεναντίως τῷ νόμῳ», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἐνάντιος (πρβλ. ἀπ-εναντίος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπεναντίως — ὑπεναντίος set over against adverbial ὑπεναντίος set over against masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπέμπαλιν — Α επίρρ. 1. με στραμμένη την όψη προς τα πίσω 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐνηλλαγμένως ἢ παρηλλαγμένως» 3. (κατά τον Φώτ.) «ἐπ ἀριστερᾷ ὑπεναντίως». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραπ τής συνεσταλμένης βαθμίδας της ρίζας τού ρ. τρέπω* (πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ τράπ ην) + … Dictionary of Greek